συνοίσειν

συνοίσειν
συνοίσειν· εἰς ταὐτὸ συμφέρειν ([place name] Tarentine), AB300; =
A confore, expedire, Gloss.; συνοῖσον, gloss on συμφέρον, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνοίσειν — συμφέρω bring together fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”